- παρόπλιση
- η [παροπλίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροπλίζω, παροπλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρόπλιση — η βλ. παροπλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροπλισμός — παροπλισμός, ο και παρόπλιση, η αφοπλισμός, ξαρμάτωμα πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)